εὐστήρικτος

εὐστήρικτος
εὐστήρικτος, ον,
A firm, fixed, Sch.rec.A. Th.312.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευστήρικτος — η, ο (ΑΜ εὐστήρικτος, ον) ο στηριγμένος καλά, ο στερεός, ο σταθερός νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να στηριχθεί, να στερεωθεί εύκολα και με ασφάλεια 2. αυτός που μπορεί να τεκμηριωθεί εύκολα («ευστήρικτα επιχειρήματα») …   Dictionary of Greek

  • εὐστήρικτοι — εὐστήρικτος firm masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”